παραπέτασμα

παραπέτασμα
το, ΝΜΑ [παραπετάννυμαι]
1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.)
2. μτφ. πρόσχημα («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «σιδηρούν παραπέτασμα» ἡ, Απλώς, «παραπέτασμα» — όρος που καθιερώθηκε διεθνώς μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα τέλη σχεδόν τής δεκαετίας τού 1980 και δήλωνε τη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικές χώρες οι οποίες βρίσκονταν υπό την επιρροή της, λόγω τών φραγμών που υπήρχαν στην κυκλοφορία ανθρώπων και ιδεών μεταξύ τών χωρών αυτών, αφ' ενός, και τών δυτικών χωρών αφ' ετέρου
(μσν-αρχ.) στον πληθ. τα παραπετάσματα
χλαμύδες, μανδύες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραπέτασμα — that which is spread before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπέτασμα — το, ατος προκάλυμμα, κουρτίνα, μπερντές, τέντα, διαχώρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπέτασμ' — παραπέτασμα , παραπέτασμα that which is spread before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπετασμάτων — παραπέτασμα that which is spread before neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπετάσμασι — παραπέτασμα that which is spread before neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπετάσμασιν — παραπέτασμα that which is spread before neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπετάσματα — παραπέτασμα that which is spread before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπετάσματι — παραπέτασμα that which is spread before neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπετάσματος — παραπέτασμα that which is spread before neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”